παρωνύμιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρωνύμιο τα παρωνύμια
      γενική του παρωνυμίου
& παρωνύμιου
των παρωνυμίων
    αιτιατική το παρωνύμιο τα παρωνύμια
     κλητική παρωνύμιο παρωνύμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρωνύμιο < ελληνιστική κοινή παρωνύμιον (επώνυμο)[1] < ουδέτερο του παρωνύμιος < παρώνυμος. Συγχρονικά αναλύεται σε παρ- + -ωνύμιο. Δείτε και το αιολικό ὄνυμα (όνομα)

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾoˈni.mi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρωνύμιο

Ουσιαστικό

παρωνύμιο ουδέτερο

Συγγενικά

όροι της γλωσσολογίας:

  • Κατηγορία:Παρωνύμια (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.