παρωνύμιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | παρωνύμιον | τὰ | παρωνύμιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | παρωνυμίου | τῶν | παρωνυμίων | ||||
| δοτική | τῷ | παρωνυμίῳ | τοῖς | παρωνυμίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | παρωνύμιον | τὰ | παρωνύμιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | παρωνύμιον | παρωνύμιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρωνυμίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | παρωνυμίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- παρωνύμιον (ελληνιστική κοινή) < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παρωνύμιος < αρχαία ελληνική παρώνυμος. Μορφολογικά αναλύεται σε αρχαία ελληνική παρώνυμ(ον) + -ιον, παρ- + -ωνύμιον.
- για τη σημασία «επώνυμο» < σημασιολογικό δάνειο από τη λατινική cognomen → δείτε και agnomen [1]
Ουσιαστικό
παρωνύμιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- όνομα που προέρχεται από άλλο παρόμοιο
- το επώνυμο ανθρώπου
Αναφορές
- s.v. παρώνυμο: «σημασιολογική επίδαραση από το λατ. cognomen» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- παρωνύμιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.