κυριευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυριευμένος η κυριευμένη το κυριευμένο
      γενική του κυριευμένου της κυριευμένης του κυριευμένου
    αιτιατική τον κυριευμένο την κυριευμένη το κυριευμένο
     κλητική κυριευμένε κυριευμένη κυριευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυριευμένοι οι κυριευμένες τα κυριευμένα
      γενική των κυριευμένων των κυριευμένων των κυριευμένων
    αιτιατική τους κυριευμένους τις κυριευμένες τα κυριευμένα
     κλητική κυριευμένοι κυριευμένες κυριευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυριευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κυριεύω, κυριεύομαι

Μετοχή

κυριευμένος, -η, -ο

ήταν κυριευμένος από έντονο πάθος για...

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.