παραχωρέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παραχωρέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

παραχωρέω, συνηρημένο παραχωρῶ

  1. πηγαίνω προς τα πλάγια, παραμερίζω
  2. δίνω το χώρο ή τη θέση σε κάποιον πηγαίνοντας πλάγια, δίπλα
  3. χορηγώ
  4. (σε πωλήσεις) παραδίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.