yield

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /jiːld/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
yield yields

yield (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η ποσότητα ενός παραγόμενου προϊόντος, η παραγωγή
  2. (οικονομία) η πρόσοδος, η απόδοση επένδυσης
    investments with a yield of 10% - επενδύσεις που δίνουν 10% πρόσοδο
    dividend yield - μερισματική απόδοση

Ρήμα

ενεστώτας yield
γ΄ ενικό ενεστώτα yields
αόριστος yielded
παθητική μετοχή yielded
ενεργητική μετοχή yielding

yield (en)

  1. (μεταβατικό) αποφέρω, που δίνει πρόσοδος, που παράγει κάτι
    His business yields big profits.
    Η επιχείρησή του αποφέρει μεγάλα κέρδη.
    How much did the sale of the house yield?
    Πόσα απέφερε η πώληση του σπιτιού;
    investments yielding 10% - επενδύσεις που δίνουν 10% πρόσοδο
     συνώνυμα:  bring in, pay και return  δείτε και τη λέξη earn
  2. παραχωρώ την προτεραιότητα
  3. υποχωρώ, ενδίδω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.