παραχωρησιούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραχωρησιούχος | η | παραχωρησιούχος & παραχωρησιούχα |
το | παραχωρησιούχο |
| γενική | του | παραχωρησιούχου | της | παραχωρησιούχου & παραχωρησιούχας |
του | παραχωρησιούχου |
| αιτιατική | τον | παραχωρησιούχο | την | παραχωρησιούχο & παραχωρησιούχα |
το | παραχωρησιούχο |
| κλητική | παραχωρησιούχε | παραχωρησιούχε & παραχωρησιούχα |
παραχωρησιούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραχωρησιούχοι | οι | παραχωρησιούχοι & παραχωρησιούχες |
τα | παραχωρησιούχα |
| γενική | των | παραχωρησιούχων | των | παραχωρησιούχων | των | παραχωρησιούχων |
| αιτιατική | τους | παραχωρησιούχους | τις | παραχωρησιούχους & παραχωρησιούχες |
τα | παραχωρησιούχα |
| κλητική | παραχωρησιούχοι | παραχωρησιούχοι & παραχωρησιούχες |
παραχωρησιούχα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραχωρησιούχος < ((ελληνιστική κοινή), καθαρεύουσα) παραχώρησι(ς) (παραχώρηση) + -ούχος (όπως το συμβασιούχος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.xo.ɾi.siˈu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐χω‐ρη‐σι‐ού‐χος
Επίθετο
παραχωρησιούχος, -ος / -α, -ο
- (νεολογισμός) που αφορά εταιρεία που είναι ανάδοχος ενός έργου ή δημοσίου χώρου και είναι υπεύθυνη για τη διαμόρφωση και λειτουργία του
- ※ Συμφωνία παραχωρησιούχων για ενιαίο e-pass σε όλους τους αυτοκινητόδρομους (Γιώργος Λιάλιος, *, Η Καθημερινή, 4 Νοεμβρίου 2019)
Αντώνυμα
- παραχωρών
Μεταφράσεις
παραχωρησιούχος
|
|
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.