παραχωρητός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραχωρητός η παραχωρητή το παραχωρητό
      γενική του παραχωρητού της παραχωρητής του παραχωρητού
    αιτιατική τον παραχωρητό την παραχωρητή το παραχωρητό
     κλητική παραχωρητέ παραχωρητή παραχωρητό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραχωρητοί οι παραχωρητές τα παραχωρητά
      γενική των παραχωρητών των παραχωρητών των παραχωρητών
    αιτιατική τους παραχωρητούς τις παραχωρητές τα παραχωρητά
     κλητική παραχωρητοί παραχωρητές παραχωρητά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παραχωρητός < (παραχωρώ) παραχωρη- + -τός

Επίθετο

παραχωρητός[1]

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. παραχωρητός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.