παραχωρητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παραχωρητικότητα | οι | παραχωρητικότητες |
| γενική | της | παραχωρητικότητας | των | παραχωρητικοτήτων |
| αιτιατική | την | παραχωρητικότητα | τις | παραχωρητικότητες |
| κλητική | παραχωρητικότητα | παραχωρητικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραχωρητικότητα < παραχωρητικ(ός) + -ότητα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παραχωρώ
Μεταφράσεις
παραχωρητικότητα
|
|
Αναφορές
- παραχωρητικότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.