παραχωρητικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραχωρητικότητα οι παραχωρητικότητες
      γενική της παραχωρητικότητας των παραχωρητικοτήτων
    αιτιατική την παραχωρητικότητα τις παραχωρητικότητες
     κλητική παραχωρητικότητα παραχωρητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραχωρητικότητα < παραχωρητικ(ός) + -ότητα

Ουσιαστικό

παραχωρητικότητα[1] θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. παραχωρητικότητα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.