παραχωρήτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραχωρήτρια οι παραχωρήτριες
      γενική της παραχωρήτριας των παραχωρητριών
    αιτιατική την παραχωρήτρια τις παραχωρήτριες
     κλητική παραχωρήτρια παραχωρήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραχωρήτρια < παραχωρητής + -τρια

Ουσιαστικό

παραχωρήτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.