παραχωρητήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παραχωρητήριο τα παραχωρητήρια
      γενική του παραχωρητηρίου
& παραχωρητήριου
των παραχωρητηρίων
    αιτιατική το παραχωρητήριο τα παραχωρητήρια
     κλητική παραχωρητήριο παραχωρητήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραχωρητήριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παραχωρητήριος

Ουσιαστικό

παραχωρητήριο ουδέτερο

  • (νομικός όρος) δημόσιο έγγραφο που δηλώνει την παραχώρηση δικαιώματος (π.χ. ανέγερση) ή πράγματος (π.χ. έκταση)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.