παρατηρησιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρατηρησιακός | η | παρατηρησιακή | το | παρατηρησιακό |
| γενική | του | παρατηρησιακού | της | παρατηρησιακής | του | παρατηρησιακού |
| αιτιατική | τον | παρατηρησιακό | την | παρατηρησιακή | το | παρατηρησιακό |
| κλητική | παρατηρησιακέ | παρατηρησιακή | παρατηρησιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρατηρησιακοί | οι | παρατηρησιακές | τα | παρατηρησιακά |
| γενική | των | παρατηρησιακών | των | παρατηρησιακών | των | παρατηρησιακών |
| αιτιατική | τους | παρατηρησιακούς | τις | παρατηρησιακές | τα | παρατηρησιακά |
| κλητική | παρατηρησιακοί | παρατηρησιακές | παρατηρησιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρατηρησιακός < παρατήρησ(η) + -ιακός
Επίθετο
παρατηρησιακός
- που έχει σχέση με την παρατήρηση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ↪ παρατηρησιακή αστροφυσική
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παρατηρώ
Μεταφράσεις
παρατηρησιακός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.