παρατηρησούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παρατηρησούλα | οι | παρατηρησούλες |
| γενική | της | παρατηρησούλας | — | |
| αιτιατική | την | παρατηρησούλα | τις | παρατηρησούλες |
| κλητική | παρατηρησούλα | παρατηρησούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παρατηρησούλα < παρατήρηση + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Μεταφράσεις
παρατηρησούλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.