παρατηρητικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρατηρητικότητα οι παρατηρητικότητες
      γενική της παρατηρητικότητας των παρατηρητικοτήτων
    αιτιατική την παρατηρητικότητα τις παρατηρητικότητες
     κλητική παρατηρητικότητα παρατηρητικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παρατηρητικότητα < παρατηρητικός + -ότητα

Ουσιαστικό

παρατηρητικότητα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.