παρατηρήσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρατηρήσιμος η παρατηρήσιμη το παρατηρήσιμο
      γενική του παρατηρήσιμου της παρατηρήσιμης του παρατηρήσιμου
    αιτιατική τον παρατηρήσιμο την παρατηρήσιμη το παρατηρήσιμο
     κλητική παρατηρήσιμε παρατηρήσιμη παρατηρήσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρατηρήσιμοι οι παρατηρήσιμες τα παρατηρήσιμα
      γενική των παρατηρήσιμων των παρατηρήσιμων των παρατηρήσιμων
    αιτιατική τους παρατηρήσιμους τις παρατηρήσιμες τα παρατηρήσιμα
     κλητική παρατηρήσιμοι παρατηρήσιμες παρατηρήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παρατηρήσιμος < ελληνιστική κοινή παρατηρήσιμος

Επίθετο

παρατηρήσιμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.