μικροπαρατήρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροπαρατήρηση οι μικροπαρατηρήσεις
      γενική της μικροπαρατήρησης των μικροπαρατηρήσεων
    αιτιατική τη μικροπαρατήρηση τις μικροπαρατηρήσεις
     κλητική μικροπαρατήρηση μικροπαρατηρήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροπαρατήρηση < μικρο- + παρατήρηση

Ουσιαστικό

μικροπαρατήρηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.