απαρατήρητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαρατήρητος η απαρατήρητη το απαρατήρητο
      γενική του απαρατήρητου της απαρατήρητης του απαρατήρητου
    αιτιατική τον απαρατήρητο την απαρατήρητη το απαρατήρητο
     κλητική απαρατήρητε απαρατήρητη απαρατήρητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαρατήρητοι οι απαρατήρητες τα απαρατήρητα
      γενική των απαρατήρητων των απαρατήρητων των απαρατήρητων
    αιτιατική τους απαρατήρητους τις απαρατήρητες τα απαρατήρητα
     κλητική απαρατήρητοι απαρατήρητες απαρατήρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαρατήρητος < α- + παρατηρώ + -τος

Επίθετο

απαρατήρητος -η -ο

  1. που δεν τον έχει δει κανείς, δεν τον έχει παρατηρήσει
  2. που δεν τον προσέχει κανείς, δεν του δίνει σημασία
    μια τέτοια γυναίκα δεν περνάει απαρατήρητη

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.