απαρατήρητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαρατήρητος | η | απαρατήρητη | το | απαρατήρητο |
| γενική | του | απαρατήρητου | της | απαρατήρητης | του | απαρατήρητου |
| αιτιατική | τον | απαρατήρητο | την | απαρατήρητη | το | απαρατήρητο |
| κλητική | απαρατήρητε | απαρατήρητη | απαρατήρητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαρατήρητοι | οι | απαρατήρητες | τα | απαρατήρητα |
| γενική | των | απαρατήρητων | των | απαρατήρητων | των | απαρατήρητων |
| αιτιατική | τους | απαρατήρητους | τις | απαρατήρητες | τα | απαρατήρητα |
| κλητική | απαρατήρητοι | απαρατήρητες | απαρατήρητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
απαρατήρητος -η -ο
- που δεν τον έχει δει κανείς, δεν τον έχει παρατηρήσει
- που δεν τον προσέχει κανείς, δεν του δίνει σημασία
- μια τέτοια γυναίκα δεν περνάει απαρατήρητη
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.