wigilia
Πολωνικά (pl)
Ετυμολογία
wigilia < λατινική vigilia
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
wigilia (pl) θηλυκό
- η παραμονή, η προηγούμενη μέρα από κάποια γιορτή
- (ειδικότερα) η παραμονή των Χριστουγέννων
Συγγενικά
- wigilijny
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.