προηγούμενη
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.iˈɣu.me.ni/
- Ομώνυμα / Ομόηχα: προηγούμενοι
Κλιτικός τύπος επιθέτου
προηγούμενη (& προηγουμένη)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του προηγούμενος
- προηγουμένη (ουσιαστικό, λόγιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.