παραμερίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παραμερίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παραμερίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.meˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραμερίζω

Ρήμα

παραμερίζω, αόρ.: παραμέρισα, παθ.φωνή: παραμερίζομαι, π.αόρ.: παραμερίστηκα, μτχ.π.π.: παραμερισμένος

  1. (μεταβατικό)
    1. βάζω κάτι στην άκρη, στο πλάι, παράμερα
    2. (μεταφορικά) αποδέχομαι κάτι ως ασήμαντο και το παραβλέπω
    3. (κατ’ επέκταση) υποσκελίζω, παραγκωνίζω
  2. (αμετάβατο) πηγαίνω ο ίδιος στην άκρη, στο πλάι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

παραμερίζω < παραμέρ(α) (επίρρημα) + -ίζω

Ρήμα

παραμερίζω

  1. (μεταβατικό)
    1. τοποθετώ παράμερα
    2. (μεταφορικά) απομακρύνω, αφήνω στην άκρη
    3. αποφεύγω (π.χ. κίνδυνο)
    4. περιφρονώ
  2. (αμετάβατο)
    1. τραβιέμαι στην άκρη, απομακρύνομαι
    2. υποχωρώ, αποσύρομαι

  • παραμερῶ

Ρηματικοί τύποι


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.