παραμερισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραμερισμός οι παραμερισμοί
      γενική του παραμερισμού των παραμερισμών
    αιτιατική τον παραμερισμό τους παραμερισμούς
     κλητική παραμερισμέ παραμερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραμερισμός < (παραμερίζω) παραμερισ- + -μός

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾa.me.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραμερισμός}}

Ουσιαστικό

παραμερισμός αρσενικό

  • η ενέργεια ή το αποτελέσμα του παραμερίζω (κυρίως στη μεταφορική σημασία του)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.