παραμεριστέος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραμεριστέος | η | παραμεριστέα | το | παραμεριστέο |
| γενική | του | παραμεριστέου | της | παραμεριστέας | του | παραμεριστέου |
| αιτιατική | τον | παραμεριστέο | την | παραμεριστέα | το | παραμεριστέο |
| κλητική | παραμεριστέε | παραμεριστέα | παραμεριστέο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραμεριστέοι | οι | παραμεριστέες | τα | παραμεριστέα |
| γενική | των | παραμεριστέων | των | παραμεριστέων | των | παραμεριστέων |
| αιτιατική | τους | παραμεριστέους | τις | παραμεριστέες | τα | παραμεριστέα |
| κλητική | παραμεριστέοι | παραμεριστέες | παραμεριστέα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παραμεριστέος < παραμερίζω + -τέος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη παραμερίζω
Μεταφράσεις
παραμεριστέος
|
|
- παραμεριστέος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.