παραθαλάσσιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παραθαλάσσιος | η | παραθαλάσσια | το | παραθαλάσσιο |
| γενική | του | παραθαλάσσιου | της | παραθαλάσσιας | του | παραθαλάσσιου |
| αιτιατική | τον | παραθαλάσσιο | την | παραθαλάσσια | το | παραθαλάσσιο |
| κλητική | παραθαλάσσιε | παραθαλάσσια | παραθαλάσσιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παραθαλάσσιοι | οι | παραθαλάσσιες | τα | παραθαλάσσια |
| γενική | των | παραθαλάσσιων | των | παραθαλάσσιων | των | παραθαλάσσιων |
| αιτιατική | τους | παραθαλάσσιους | τις | παραθαλάσσιες | τα | παραθαλάσσια |
| κλητική | παραθαλάσσιοι | παραθαλάσσιες | παραθαλάσσια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

Μια παραθαλάσσια πόλη.
Ετυμολογία
- παραθαλάσσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραθαλάσσιος / παραθαλάττιος < παρα- + θαλάσσιος
Επίθετο
παραθαλάσσιος, -α, -ο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- παραθαλάσσια
- → δείτε τις λέξεις παρά και θάλασσα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό & θηλυκό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | παραθαλάσσιος | ἡ | παραθαλασσίᾱ | τὸ | παραθαλάσσιον |
| γενική | τοῦ/τῆς | παραθαλασσίου | τῆς | παραθαλασσίᾱς | τοῦ | παραθαλασσίου |
| δοτική | τῷ/τῇ | παραθαλασσίῳ | τῇ | παραθαλασσίᾳ | τῷ | παραθαλασσίῳ |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | παραθαλάσσιον | τὴν | παραθαλασσίᾱν | τὸ | παραθαλάσσιον |
| κλητική ὦ! | παραθαλάσσιε | παραθαλασσίᾱ | παραθαλάσσιον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | παραθαλάσσιοι | αἱ | παραθαλάσσιαι | τὰ | παραθαλάσσιᾰ |
| γενική | τῶν | παραθαλασσίων | τῶν | παραθαλασσίων | τῶν | παραθαλασσίων |
| δοτική | τοῖς/ταῖς | παραθαλασσίοις | ταῖς | παραθαλασσίαις | τοῖς | παραθαλασσίοις |
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | παραθαλασσίους | τὰς | παραθαλασσίᾱς | τὰ | παραθαλάσσιᾰ |
| κλητική ὦ! | παραθαλάσσιοι | παραθαλάσσιαι | παραθαλάσσιᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραθαλασσίω | τὼ | παραθαλασσίᾱ | τὼ | παραθαλασσίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | παραθαλασσίοιν | τοῖν | παραθαλασσίαιν | τοῖν | παραθαλασσίοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, περισσότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'βέβαιος' όπως «βέβαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
παραθαλάσσιος, -ος, -ον και -ος, -α, -ον
- που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα
- ※ τῆς Ἱστιαιώτιδος τὰς παραθαλασσίας χώρας πάσας ἐπέδραμον (Ηρόδοτος, Η (Ουρανία), 23)
- αττικός τύπος : παραθαλάττιος
Πηγές
- παραθαλάσσιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραθαλάσσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.