θάλαττα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θάλαττ αἱ θάλατται
      γενική τῆς θαλάττης τῶν θαλαττῶν
      δοτική τῇ θαλάττ ταῖς θαλάτταις
    αιτιατική τὴν θάλαττᾰν τὰς θαλάττᾱς
     κλητική ! θάλαττ θάλατται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θαλάττ
γεν-δοτ τοῖν  θαλάτταιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

θάλαττα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.