παράκτιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παράκτιος | η | παράκτια | το | παράκτιο |
| γενική | του | παράκτιου | της | παράκτιας | του | παράκτιου |
| αιτιατική | τον | παράκτιο | την | παράκτια | το | παράκτιο |
| κλητική | παράκτιε | παράκτια | παράκτιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παράκτιοι | οι | παράκτιες | τα | παράκτια |
| γενική | των | παράκτιων | των | παράκτιων | των | παράκτιων |
| αιτιατική | τους | παράκτιους | τις | παράκτιες | τα | παράκτια |
| κλητική | παράκτιοι | παράκτιες | παράκτια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παράκτιος < αρχαία ελληνική παράκτιος
Επίθετο
παράκτιος, -α, -ο
- που βρίσκεται στην θάλασσα αλλά κοντά στις ακτές/στην ακτή
- παράκτια αλιεία
Αντώνυμα
-
παράκτιος στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.