παραθαλάσσια

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

παραθαλάσσια θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του παραθαλάσσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παραθαλάσσιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.