seaside

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

seaside < sea + side

Επίθετο

seaside (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • (ειδικά βρετανικά αγγλικά) παραθαλάσσιος, που αναφέρεται σε μια περιοχή που είναι δίπλα στη θάλασσα, ειδικά σε μια περιοχή όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν για μια μέρα ή διακοπές
    a seaside town - μια παραθαλάσσια πόλη
    They built a cottage in a seaside area.
    Έχτισαν εξοχικό σε παραθαλάσσια περιοχή.

Ουσιαστικό

seaside (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.