pãpãrunã

Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup)

Ετυμολογία

pãpãrunã < (διαλεκτική) ιταλική paparina < λατινική papaver (παπαρούνα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥ (φωτιά)

Ουσιαστικό

pãpãrunã (roa-rup) θηλυκό

Συνώνυμα

Πηγές

  • pãpãrunã -  Cunia, Tiberiu (2008) Dictsiunar a limbãljei armãneascã (Λεξικό της αρωμουνικής γλώσσας) αρωμουνικά, με μεταφράσεις στα αγγλικά, γαλλικά και ρουμανικά, έκδοση:2010. Στο DiXi online από το 2014
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.