διαλεκτική
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαλεκτική < (αντιδάνειο) Dialektik < αρχαία ελληνική διαλεκτική τέχνη
Ομώνυμα / Ομόηχα
Ουσιαστικό
διαλεκτική θηλυκό
- (φιλοσοφία) μέθοδος η οποία χρησιμοποιεί τη συζήτηση με συνεχείς ερωταποκρίσεις στην αναζήτηση της αλήθειας
- (ειδικότερα) (στη μαρξιστική φιλοσοφία) η ιδέα ότι τα αντίθετα έχουν λογική συνέχεια και δεν είναι ανεξάρτητα το ένα από το άλλο
- (καταχρηστικά) κάποια κατάσταση στην οποία υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των στοιχείων τα οποία συνθέτουν ένα σύνολο
- ...γεμάτο τόλμη για όσους τα αγαπήσαμε, και πολιτικές αναφορές «κάτω οι διαλεκτικές των τεχνικών της εξουσίας» ή όπως ακούγεται από τον χορό... [1]
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
διαλεκτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του διαλεκτικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Αναφορές
- Συκκα, Γιωτα, Οι «Αχαρνής» 30 χρόνια μετά, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (δημοσιεύθηκε 04.05.2005), http://www.kathimerini.gr/216483/article/politismos/arxeio-politismoy/oi-axarnhs-30-xronia-meta
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.