διαλεκτική

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαλεκτική < (αντιδάνειο) Dialektik < αρχαία ελληνική διαλεκτική τέχνη

Ομώνυμα / Ομόηχα

Ουσιαστικό

διαλεκτική θηλυκό

  1. (φιλοσοφία) μέθοδος η οποία χρησιμοποιεί τη συζήτηση με συνεχείς ερωταποκρίσεις στην αναζήτηση της αλήθειας
  2. (ειδικότερα) (στη μαρξιστική φιλοσοφία) η ιδέα ότι τα αντίθετα έχουν λογική συνέχεια και δεν είναι ανεξάρτητα το ένα από το άλλο
  3. (καταχρηστικά) κάποια κατάσταση στην οποία υπάρχουν αλληλεπιδράσεις μεταξύ των στοιχείων τα οποία συνθέτουν ένα σύνολο
    ...γεμάτο τόλμη για όσους τα αγαπήσαμε, και πολιτικές αναφορές «κάτω οι διαλεκτικές των τεχνικών της εξουσίας» ή όπως ακούγεται από τον χορό... [1]

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

διαλεκτική



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

διαλεκτική

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.