αγριοπαπαρούνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγριοπαπαρούνα οι αγριοπαπαρούνες
      γενική της αγριοπαπαρούνας των αγριοπαπαρούνων
    αιτιατική την αγριοπαπαρούνα τις αγριοπαπαρούνες
     κλητική αγριοπαπαρούνα αγριοπαπαρούνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αγριοπαπαρούνα < άγριος + -ο- + παπαρούνα

Ουσιαστικό

αγριοπαπαρούνα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.