περικεφαλαία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περικεφαλαία | οι | περικεφαλαίες |
| γενική | της | περικεφαλαίας | των | περικεφαλαιών |
| αιτιατική | την | περικεφαλαία | τις | περικεφαλαίες |
| κλητική | περικεφαλαία | περικεφαλαίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περικεφαλαία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περικεφαλαία < αρχαία ελληνική περικεφάλαιος < περι- + κεφαλή

Μεσαιωνική περικεφαλαία.
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.ce.faˈle.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐κε‐φα‐λαί‐α
Ουσιαστικό
περικεφαλαία θηλυκό
- (οπλισμός) ο στρατιωτικός εξοπλισμός για προστασία του κεφαλιού, παλαιότερων εποχών
Εκφράσεις
- βλάκας με περικεφαλαία: πάρα πολύ βλάκας
Αρχαία ελληνικά (grc)
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- περικεφαλαία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περικεφαλαία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.