πανικόβλητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πανικόβλητος η πανικόβλητη το πανικόβλητο
      γενική του πανικόβλητου της πανικόβλητης του πανικόβλητου
    αιτιατική τον πανικόβλητο την πανικόβλητη το πανικόβλητο
     κλητική πανικόβλητε πανικόβλητη πανικόβλητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πανικόβλητοι οι πανικόβλητες τα πανικόβλητα
      γενική των πανικόβλητων των πανικόβλητων των πανικόβλητων
    αιτιατική τους πανικόβλητους τις πανικόβλητες τα πανικόβλητα
     κλητική πανικόβλητοι πανικόβλητες πανικόβλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πανικόβλητος < πανικοβάλλομαι

Επίθετο

πανικόβλητος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.