πελεκάν

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.leˈkan/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πελεκάν

Ρηματικός τύπος

πελεκάν

  • γ΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος πελεκάω / πελεκώ
    άλλες μορφές: πελεκάνε, πελεκούν, πελεκούνε



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πελεκάν οἱ πελεκᾶνες
      γενική τοῦ πελεκᾶνος τῶν πελεκάνων
      δοτική τῷ πελεκᾶν τοῖς πελεκᾶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν πελεκᾶν τοὺς πελεκᾶνᾰς
     κλητική ! πελεκάν πελεκᾶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πελεκᾶνε
γεν-δοτ τοῖν  πελεκάνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'παιάν' όπως «παιάν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πελεκάν < πέλεκ(υς) + -άν

Ουσιαστικό

πελεκάν, -ᾶνος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.