πελεκάν
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.leˈkan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐λε‐κάν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πελεκάν | οἱ | πελεκᾶνες |
| γενική | τοῦ | πελεκᾶνος | τῶν | πελεκάνων |
| δοτική | τῷ | πελεκᾶνῐ | τοῖς | πελεκᾶσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | πελεκᾶνᾰ | τοὺς | πελεκᾶνᾰς |
| κλητική ὦ! | πελεκάν | πελεκᾶνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πελεκᾶνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πελεκάνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'παιάν' όπως «παιάν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πελεκάν < πέλεκ(υς) + -άν
Ουσιαστικό
πελεκάν, -ᾶνος αρσενικό
- (πτηνό) πελεκάνος, Pelecanus onocrotalus
- ≈ συνώνυμα: πελεκανός, πελεκῖνος
Πηγές
- πελεκάν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.