πέλεκας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πέλεκας οι πέλεκες
      γενική του πέλεκα των πελέκων
    αιτιατική τον πέλεκα τους πέλεκες
     κλητική πέλεκα πέλεκες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

πέλεκας < πελεκάνος με επίδραση του πέλεκας

Ουσιαστικό

πέλεκας αρσενικό

Ετυμολογία 2

πέλεκας < πελέκ(ι) + μεγεθυντικό επίθημα -ας

Ουσιαστικό

πέλεκας αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.