απελέκητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απελέκητος η απελέκητη το απελέκητο
      γενική του απελέκητου της απελέκητης του απελέκητου
    αιτιατική τον απελέκητο την απελέκητη το απελέκητο
     κλητική απελέκητε απελέκητη απελέκητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απελέκητοι οι απελέκητες τα απελέκητα
      γενική των απελέκητων των απελέκητων των απελέκητων
    αιτιατική τους απελέκητους τις απελέκητες τα απελέκητα
     κλητική απελέκητοι απελέκητες απελέκητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απελέκητος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀπελέκητος. Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + πελεκητός (πελεκάω) πελεκη- + -τος

Προφορά

ΔΦΑ : /a.peˈle.ci.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απελέκητος

Επίθετο

απελέκητος

Αντώνυμα

Παροιμίες

  • άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πέλεκυς

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.