παπισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παπισμός οι παπισμοί
      γενική του παπισμού των παπισμών
    αιτιατική τον παπισμό τους παπισμούς
     κλητική παπισμέ παπισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παπισμός < ιταλική papismo < papa (πάπας) +‎ -ismo (-ισμός)

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.piˈzmos/

τυπογραφικός συλλαβισμός: παπισμός

Ουσιαστικό

παπισμός αρσενικό

  1. τα δόγματα και οι αντιλήψεις της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας
  2. η εξουσία και η διοίκηση του πάπα
     συνώνυμα: παποσύνη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.