υπερρεαλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπερρεαλισμός οι υπερρεαλισμοί
      γενική του υπερρεαλισμού των υπερρεαλισμών
    αιτιατική τον υπερρεαλισμό τους υπερρεαλισμούς
     κλητική υπερρεαλισμέ υπερρεαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υπερρεαλισμός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική surréalisme < sur (υπερ-) + réalisme (ρεαλισμός) . Δείτε και σουρεαλισμός.
Πρώτη εμφάνιση του όρου, το 1917 από τον Γάλλο ποιητή Γκιγιώμ Απολλιναίρ.[1]

Ουσιαστικό

υπερρεαλισμός αρσενικό

  • (τέχνη) καλλιτεχνικό ρεύμα που βασίστηκε στη θεωρία της ψυχανάλυσης και ειδικά στην αξιοποίηση πληροφοριών από το ασυνείδητο
  • (λογοτεχνία) λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα του 20ού αιώνα που επιδίωξε την έκφραση του υποσυνείδητου κόσμου, χωρίς λογικό έλεγχο, χωρίς ηθικούς και αισθητικούς περιορισμούς.

Ταυτόσημο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «Drame surréaliste» (σουρρεαλιστικό δράμα) ήταν ο υπότιτλος που δημιούργησε ο Apollinaire στην αναθεωρημένη έκδοση του θεατρικού του έργου του «Les mamelles de Tirésias» (Οι μαστοί του Τειρεσία) (1917, γραμμένο το 1903) που ανέβηκε ως όπερα το 1947 σε μουσική του Francis Poulenc (γραμμένη το 1945).
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.