Παππάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Παππάς οι Παππάδες
      γενική του Παππά των Παππάδων
    αιτιατική τον Παππά τους Παππάδες
     κλητική Παππά Παππάδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Παππάς < από επάγγελμα παππάς (παπάς)

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈpas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παππάς
ομόηχα: παππάς, παπάς, Παπάς
τονικό παρώνυμο: πάπας


Κύριο όνομα

Παππάς αρσενικό (θηλυκό Παππά)

  1. ανδρικό επώνυμο
  2. ονομασία συνοικισμού της Αττικής στη Μάνδρα Αττικής[1]

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Άτλας της Ελλάδος, Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, 1965, σελ. 6 του pdf
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.