Παππάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Παππάς | οι | Παππάδες |
| γενική | του | Παππά | των | Παππάδων |
| αιτιατική | τον | Παππά | τους | Παππάδες |
| κλητική | Παππά | Παππάδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /paˈpas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Παπ‐πάς
- ομόηχα: παππάς, παπάς, Παπάς
- τονικό παρώνυμο: πάπας
Κύριο όνομα
Παππάς αρσενικό (θηλυκό Παππά)
- Παπάς (σπανιώτερη)
-
Παππάς στη Βικιπαίδεια
(σελίδα αποσαφήνισης)
Μεταγραφές
Αναφορές
- Άτλας της Ελλάδος, Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, 1965, σελ. 6 του pdf
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.