το αλάθητο του πάπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | το αλάθητο του πάπο | ||
| γενική | του | το αλάθητο του πάπου | ||
| αιτιατική | το | το αλάθητο του πάπο | ||
| κλητική | το αλάθητο του πάπο | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /to‿aˈlaθito tu‿ˈpapa/
Ουσιαστικό
το αλάθητο του πάπα ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Μεταφράσεις
το αλάθητο του πάπα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.