το αλάθητο του πάπα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το το αλάθητο του πάπο
      γενική του το αλάθητο του πάπου
    αιτιατική το το αλάθητο του πάπο
     κλητική το αλάθητο του πάπο
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

το αλάθητο του πάπα <  δείτε τις λέξεις το, αλάθητο, του και πάπας  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /to‿aˈlaθito tu‿ˈpapa/

Ουσιαστικό

το αλάθητο του πάπα ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  • (χριστιανισμός): δόγμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας σύμφωνα με το οποίο ο πάπας δεν κάνει λάθος όταν μιλάει για θέματα που αφορούν την πίστη ή την ηθική

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.