ορόσημο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ορόσημο τα ορόσημα
      γενική του ορόσημου
& οροσήμου
των ορόσημων
& οροσήμων
    αιτιατική το ορόσημο τα ορόσημα
     κλητική ορόσημο ορόσημα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορόσημο < όρος + σήμα + -ο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική landmark)

Ουσιαστικό

ορόσημο ουδέτερο

  1. σημάδι που τοποθετείται προς κατάδειξη των ορίων μιας έκτασης
  2. γεγονός ή στιγμή που συνιστά σταθμό στην ιστορία
    Η αντιπαράθεσή μας θα αποτελέσει ορόσημο για την υπόλοιπη ζωή μας.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.