κατάδειξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάδειξη οι καταδείξεις
      γενική της κατάδειξης* των καταδείξεων
    αιτιατική την κατάδειξη τις καταδείξεις
     κλητική κατάδειξη καταδείξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταδείξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατάδειξη < καταδεικνύω + -ση

Ουσιαστικό

κατάδειξη θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.