jalon

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
jalon jalons

Ουσιαστικό

jalon (fr)

  1. ξύλινος ή μεταλλικός πάσσαλος που χρησιμεύει στη μέτρηση ή στην ένδειξη μιας κατεύθυνσης
  2. (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) σημείο αναφοράς, το ορόσημο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.