jalon
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| jalon | jalons |
Ουσιαστικό
jalon (fr)
- ξύλινος ή μεταλλικός πάσσαλος που χρησιμεύει στη μέτρηση ή στην ένδειξη μιας κατεύθυνσης
- (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) σημείο αναφοράς, το ορόσημο
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.