δίεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δίεση | οι | διέσεις |
| γενική | της | δίεσης* | των | διέσεων |
| αιτιατική | τη | δίεση | τις | διέσεις |
| κλητική | δίεση | διέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δίεση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
δίεση θηλυκό
- (μουσική)
-
δίεση στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.