ένοπλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ένοπλος | η | ένοπλη | το | ένοπλο |
| γενική | του | ένοπλου | της | ένοπλης | του | ένοπλου |
| αιτιατική | τον | ένοπλο | την | ένοπλη | το | ένοπλο |
| κλητική | ένοπλε | ένοπλη | ένοπλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ένοπλοι | οι | ένοπλες | τα | ένοπλα |
| γενική | των | ένοπλων | των | ένοπλων | των | ένοπλων |
| αιτιατική | τους | ένοπλους | τις | ένοπλες | τα | ένοπλα |
| κλητική | ένοπλοι | ένοπλες | ένοπλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία 1
- ένοπλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔνοπλος. Συγχρονικά αναλύεται σε έν- + όπλ(ο) + -ος
Επίθετο
ένοπλος, -η, -ο
- που φέρει όπλο
- ένοπλος αγώνας
- (για ενέργειες) που γίνεται με τη χρήση όπλων
- ένοπλη πάλη
Πολυλεκτικοί όροι
- Ένοπλες Δυνάμεις
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ένοπλος | οι | ένοπλοι |
| γενική | του | ενόπλου & ένοπλου |
των | ενόπλων |
| αιτιατική | τον | ένοπλο | τους | ενόπλους |
| κλητική | ένοπλε | ένοπλοι | ||
| Ως ουσιαστικό, συνήθως κατεβάζει τον τόνο. Δείτε και την κλίση του επιθέτου. | ||||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
ένοπλος< ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου ένοπλος
Ουσιαστικό
ένοπλος αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.