οπισθογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οπισθογράφηση | οι | οπισθογραφήσεις |
| γενική | της | οπισθογράφησης* | των | οπισθογραφήσεων |
| αιτιατική | την | οπισθογράφηση | τις | οπισθογραφήσεις |
| κλητική | οπισθογράφηση | οπισθογραφήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, οπισθογραφήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οπισθογράφηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀπισθογράφη(σις) (μαρτυρείται από το 1833)[1] + -ση (οπισθογραφώ, οπισθογραφη- + -ση), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική endossement. [2][3] Μορφολογικά αναλύεται σε οπισθο- + -γράφηση.
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.pi.sθoˈɣɾa.fi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πι‐σθο‐γρά‐φη‐ση
Ουσιαστικό
οπισθογράφηση θηλυκό
- (οικονομία) δήλωση μεταβίβασης σε κάποιον άλλο του δικαιώματος είσπραξης μιας επιταγής (ή άλλου σχετικού αξιόγραφου), που γράφεται στο πίσω μέρος του σχετικού εγγράφου
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις οπισθογραφώ, όπισθεν, πίσω και γράφω
Μεταφράσεις
οπισθογράφηση
Αναφορές
- 1883 (Ελληνικοί Κώδικες) - σελ. 734, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- οπισθογράφηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- οπισθογράφηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.