όπισθεν
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
όπισθεν
<
αρχαία ελληνική
ὄπισθεν
Επίρρημα
όπισθεν
πίσω
Ουσιαστικό
όπισθεν
θηλυκό
άκλιτο
η
ταχύτητα
του αυτοκινήτου που εξαναγκάζει το όχημα σε κίνηση προς τα
πίσω
αντί να βάλω την πρώτη έβαλα την
όπισθεν
και έτσι τράκαρα
Μεταφράσεις
όπισθεν
γαλλικά
:
arrière
(fr)
,
marche arrière
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.