όπισθεν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

όπισθεν < αρχαία ελληνική ὄπισθεν

Επίρρημα

όπισθεν

  1. πίσω

Ουσιαστικό

όπισθεν θηλυκό άκλιτο

  1. η ταχύτητα του αυτοκινήτου που εξαναγκάζει το όχημα σε κίνηση προς τα πίσω
    αντί να βάλω την πρώτη έβαλα την όπισθεν και έτσι τράκαρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.