αξιόγραφο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αξιόγραφο τα αξιόγραφα
      γενική του αξιογράφου
& αξιόγραφου
των αξιογράφων
    αιτιατική το αξιόγραφο τα αξιόγραφα
     κλητική αξιόγραφο αξιόγραφα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αξιόγραφο < αξία + -ο- + γράφω + -ο

Ουσιαστικό

αξιόγραφο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.