αξιόγραφο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αξιόγραφο | τα | αξιόγραφα |
| γενική | του | αξιογράφου & αξιόγραφου |
των | αξιογράφων |
| αιτιατική | το | αξιόγραφο | τα | αξιόγραφα |
| κλητική | αξιόγραφο | αξιόγραφα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αξιόγραφο ουδέτερο
- (οικονομία) (επίσημο) έγγραφο που δηλώνει ή αντιπροσωπεύει κάποιο ποσό ή αξία που ανήκει στον κάτοχο του αξιόγραφου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.