οπισθο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οπισθο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀπισθο- < επίρρημα ὄπισθ(εν) + -ο-
- για σύγχρονους, επιστημονικούς όρους < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική opistho- < αρχαία ελληνική ὀπισθο-
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.piˈsθo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πι‐σθο-
Πρόθημα
οπισθο-, οπισθό- ή οπισθ- πριν από φωνέην
- (λόγιο) πρώτο συνθετικό που δηλώνει ότι εκείνο που ορίζει το δεύτερο συνθετικό
- βρίσκεται πίσω από κάτι, και όχι μπροστά
- οπισθογράφηση, οπισθοστομαχικός
- οπισθόναος
- οπισθαύλιο
- ≠ αντώνυμα: εμπροσθο-, προ-
- κατευθύνεται προς τα πίσω
- (ιατρική) έχει δυσανάλογη διάπλαση
- οπισθογναθισμός
- βρίσκεται πίσω από κάτι, και όχι μπροστά
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οπισθο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οπισθό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα οπισθ- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- οπισθο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- οπισθ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.