οξυδέρκεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οξυδέρκεια | οι | οξυδέρκειες |
| γενική | της | οξυδέρκειας | των | οξυδερκειών |
| αιτιατική | την | οξυδέρκεια | τις | οξυδέρκειες |
| κλητική | οξυδέρκεια | οξυδέρκειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- οξυδέρκεια < μεσαιωνική ελληνική οξυδέρκεια < αρχαία ελληνική ὀξυδερκής < ὀξύς + δέρκομαι (=βλέπω)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.