astute

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία en

πρώιμος 17ος αιώνας: astute < παρωχημένη γαλλική λέξη: astut < λατινικά: astutus < astus ‘τέχνη, πονηριά, δεξιότητα, στρατήγημα’ < αρχαία ελληνική ἄστυ < μυκηναϊκά: ϝάστυ < σανσκριτικά: वस्तु ‎(προφορά: βάστου, “σπίτι”) (λατινικά: verna)

Προφορά

/əˈstjuːt/

Επίθετο

astute (en)

  1. καπάτσος, οξυδερκής, οξύνους, πανέξυπνος, που σαν το σαΐνι μπορεί πολύ γρήγορα να διακρίνει πώς θα επωφεληθεί από μία κατάσταση, διανοητικά εύστοχος, ενεργά ευφυής, αυτός που επιστρατεύει την ευφυΐα του προς όφελός του
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη intelligent
  2. καταφερτζής, επιτήδειος

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.