incisive

Αγγλικά (en)

Επίθετο

  1. αναλυτικός στοχαστικά και συνάμα σαφής και στοχευμένος καίρια και σε βάθος, οξυδερκής, αυτός που έχει οξεία κρίση σε σύντομο χρονικό διάστημα, αποφασιστικός, ο λαμβάνων ταχέως ορθές αποφάσεις, άμεσος και καίριος ταυτοχρόνως
  2. διεισδυτικός

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
incisive incisives

Ουσιαστικό

incisive (fr) θηλυκό

  1. ο κοπτήρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.